κάργια κ. κάργα, η, ουσ. [<τουρκ. karga], το πουλί καλιακούδα. 1. γυναίκα άσχημη και πολύ μελαχρινή: «τον κολλάει μια κάργια και, κάθε φορά που τη βλέπει να ’ρχεται, κρύβεται». 2. εκστομίζεται και ως βρισιά: «άντε, μουρή κάργα, πάρε δρόμο».